λαιμίζω

λαιμίζω
λαιμίζω (Α) [λαιμός]
κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, σφάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπολαιμίζει — ἀπό λαιμίζω cut the throat pres ind mp 2nd sg ἀπό λαιμίζω cut the throat pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • υπολαιμίζω — Μ κόβω τον λαιμό, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λαιμίζω «κόβω τον λαιμό, σφάζω»] …   Dictionary of Greek

  • λαιμίσας — λαιμίσᾱς , λαιμίζω cut the throat aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”